ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(44)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπεπτωκότως:''' [adv. от part. pf. к [[ὑποπίπτω]] униженно (ὑ. καὶ [[ταπεινῶς]] τοῖς λόγοις [[χρῆσθαι]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπεπτωκότως Medium diacritics: ὑποπεπτωκότως Low diacritics: υποπεπτωκότως Capitals: ΥΠΟΠΕΠΤΩΚΟΤΩΣ
Transliteration A: hypopeptōkótōs Transliteration B: hypopeptōkotōs Transliteration C: ypopeptokotos Beta Code: u(popeptwko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω,

   A submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.

German (Pape)

[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

ὑποπεπτωκότως: [adv. от part. pf. к ὑποπίπτω униженно (ὑ. καὶ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.).