δυσκατάσβεστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάσβεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα σβήνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξαλείφεται. | |mltxt=[[δυσκατάσβεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα σβήνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξαλείφεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκατάσβεστος:''' <b class="num">1)</b> с трудом гасимый: [[δύναμις]] δ. Diod. неугасимость;<br /><b class="num">2)</b> с трудом уничтожаемый, неизгладимый (τὸ [[λείψανον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de extinguir, δύναμις D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.Lex.682, Gal.13.768.
Greek Monolingual
δυσκατάσβεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα σβήνεται
2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάσβεστος: 1) с трудом гасимый: δύναμις δ. Diod. неугасимость;
2) с трудом уничтожаемый, неизгладимый (τὸ λείψανον Plut.).