ἐπιπτυχή: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπτῠχή:''' ἡ, [[επικάλυμμα]], [[καπάκι]], σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἐπιπτῠχή:''' ἡ, [[επικάλυμμα]], [[καπάκι]], σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπτῠχή:''' ἡ<b class="num">1)</b> чешуйка (ἰχθύες πρὸς οὐρὰν τὰς ἐπιπτυχὰς ἔχοντες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> створка, крышка (τοῦ θώρακος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> заплата: αἱ ἐπιπτυχαὶ τῶν ῥακίων Luc. отрепье, лохмотья. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπίπτυγμα, flap, χιτῶνος J.AJ17.5.7, Plu.2.979c; τοῦ θώρακος Id.Pomp.35; αἱ ἐ. τῶν ῥακίων rags and tatters, Luc.DMort.1.2.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπτῠχή: ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 repli, enveloppe;
2 pièce qu’on ajuste sur un vêtement troué.
Étymologie: ἐπιπτύσσω.
Greek Monolingual
ἐπιπτυχή, ἡ (Α) επιπτύσσω
επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπτῠχή: ἡ, επικάλυμμα, καπάκι, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπτῠχή: ἡ1) чешуйка (ἰχθύες πρὸς οὐρὰν τὰς ἐπιπτυχὰς ἔχοντες Plut.);
2) створка, крышка (τοῦ θώρακος Plut.);
3) заплата: αἱ ἐπιπτυχαὶ τῶν ῥακίων Luc. отрепье, лохмотья.