νεόγραφος: Difference between revisions
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόγρᾰφος:''' -ον ([[γράφω]]), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''νεόγρᾰφος:''' -ον ([[γράφω]]), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόγρᾰφος:''' недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.
Greek Monolingual
νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.
Greek Monotonic
νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νεόγρᾰφος: недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.).