νεόγραφος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
νεόγραφον, newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
νεόγρᾰφος: недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.
Greek Monolingual
νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.
Greek Monotonic
νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.