ἐξήλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξήλᾰτος:''' -ον ([[ἐξελαύνω]]), σφυρηλατημένος, λέγεται για [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐξήλᾰτος:''' -ον ([[ἐξελαύνω]]), σφυρηλατημένος, λέγεται για [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξήλᾰτος:''' кованный, чеканный ([[ἀσπίς]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξήλᾰτος Medium diacritics: ἐξήλατος Low diacritics: εξήλατος Capitals: ΕΞΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: exḗlatos Transliteration B: exēlatos Transliteration C: eksilatos Beta Code: e)ch/latos

English (LSJ)

ον,

   A beaten out, ἀσπίδα χαλκείην ἐξήλατον Il.12.295.

German (Pape)

[Seite 881] durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξήλᾰτος: -ον, σφυρηλατηθείς, ἐπὶ μετάλλων, ἀσπίδα ἐξήλατον (ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος: ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν) Ἰλ. Μ. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étiré sous le marteau.
Étymologie: ἐξελαύνω.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.

Greek Monolingual

ἐξήλατος, -ον (Α)
σφυρηλατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ-ήλατος, χρυσ-ήλατος)].

Greek Monotonic

ἐξήλᾰτος: -ον (ἐξελαύνω), σφυρηλατημένος, λέγεται για μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξήλᾰτος: кованный, чеканный (ἀσπίς Hom.).