σιτομέτριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτομέτριον:''' τό, ζυγισμένη [[μερίδα]] σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σῑτομέτριον:''' τό, ζυγισμένη [[μερίδα]] σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτομέτριον:''' τό мера хлеба или продовольственный паек NT.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. σιτόμετρον.

English (Thayer)

σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.

Greek Monotonic

σῑτομέτριον: τό, ζυγισμένη μερίδα σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῑτομέτριον: τό мера хлеба или продовольственный паек NT.