ἀνεξερεύνητος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεξερεύνητος:''' NT v. l. = [[ἀνεξεραύνητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(Hellenistic ἀνεξεραύν-), ον,
A not to be searched out, Heraclit.18, Ep.Rom.11.33, D.C.69.14.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszuspüren, verborgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξερεύνητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξερευνήσῃ, Ἡράκλειτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 437, Δίων Κ. 69. 14. - Ἐπίρρ. -τως Ἀνδρέας Κρήτ. σ. 31.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): Koiné ἀνεξεραύνητος Ep.Rom.11.33
1 no investigado, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.2.
2 ininvestigable, insondable τὸ ἀνέλπιστον Heraclit.B 18
•de Dios y sus juicios divinos ἀ. τὰ κρίματα αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., cf. Dion.Ar.DN M.3.588C
•neutr. subst. τὸ ἀ. τῶν ἀβύσσων τοῦ θεοῦ κριμάτων Nil.M.79.89D.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐξερευνάω; not searched out, i.e. (by implication) inscrutable: unsearchable.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν εξερευνήθηκε ή δεν μπορεί να εξερευνηθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξερεύνητος: NT v. l. = ἀνεξεραύνητος.