ἀβάκχευτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβάκχευτος:''' <b class="num">1)</b> неохваченный вакхическим исступлением ([[θίασος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβάκχευτος Medium diacritics: ἀβάκχευτος Low diacritics: αβάκχευτος Capitals: ΑΒΑΚΧΕΥΤΟΣ
Transliteration A: abákcheutos Transliteration B: abakcheutos Transliteration C: avakcheftos Beta Code: a)ba/kxeutos

English (LSJ)

ον,

   A uninitiated in Bacchic orgies, E.Ba.472: generally, joyless, Id.Or.319 :—in late Prose, Luc.Laps.3, Jul.Or.7.221d.

German (Pape)

[Seite 2] ohne Bacchische Begcisterung, αἳ ἀβάκχευτον θίασον ἐλάχετ' ἐν δάκρυσι καὶ γόοις, von den Eumeniden Eur. Or. 319; – nicht in die Bacchischen Mysterien eingeweiht, Bach. 472, wie Luc. Conviv. 3, wo τῶν Διονύσου ὀργίων ἀτέλεστος dabei steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάκχευτος: ον = μὴ μεμυημένος εἰς τὰ βακχικὰ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 472: ἐν γένει = ἄνευ χαρᾶς παρὰ τῷ αὐτῷ. Ὀρ. 319· ἴδε Λουκ. Λαπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas été initié au culte de Bacchus;
2 non semblable aux Bacchantes : ἀβάκχευτος θίασος EUR troupe échevelée, mais non joyeuse comme celle des Bacchantes.
Étymologie: ἀ, βακχεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no iniciado en los ritos báquicos de pers. ἄρρητ' ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν E.Ba.472, ἀβάκχευτον περιεῖδεν Luc.Symp.3, πολὺν ἀβάκχευτοι χρόνον ... μένοντες Iul.Or.7.221d.
2 de cosas no orgiástico, sin relación con los ritos báquicos ἀ. θίασος E.Or.319, πηγή Philostr.Im.1.23.2.
3 que no bebe vino, sin vino de los árabes, Nonn.D.40.295, 17.96, τράπεζα Nonn.Par.Eu.Io.2.3.

Greek Monotonic

ἀβάκχευτος: -ον (βακχεύω), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την χαρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβάκχευτος: 1) неохваченный вакхическим исступлением (θίασος Eur.);
2) непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.