ἐποκριόεις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποκριόεις:''' -εσσα, -εν, [[ανομοιογενής]], [[άνισος]], αυτός που προεξέχει, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐποκριόεις:''' -εσσα, -εν, [[ανομοιογενής]], [[άνισος]], αυτός που προεξέχει, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποκριόεις:''' όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A uneven, projecting, στέρνα, of a skeleton, AP7.401 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1007] εσσα, εν, obenauf rauh, uneben, στέρνα Crinag. 37 (VII, 401), höckrig.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποκριόεις: εσσα, εν, προέχων, Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
rude, âpre.
Étymologie: ἐπί, ὀκριόεις.
Greek Monotonic
ἐποκριόεις: -εσσα, -εν, ανομοιογενής, άνισος, αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποκριόεις: όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.).