κατευωχέομαι: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατευωχέομαι:''' αποθ., [[ευωχούμαι]], [[γλεντοκοπώ]] και [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατευωχέομαι:''' угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ [[κρέα]] κατευωχέονται, sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c. 2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.
Greek (Liddell-Scott)
κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.
Greek Monotonic
κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).