εἷος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἷος:''' αρχ. Επικ. [[τύπος]] του [[ἕως]], [[μέχρι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''εἷος:''' αρχ. Επικ. [[τύπος]] του [[ἕως]], [[μέχρι]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἷος:''' эп. = [[ἕως]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 733] ep. = ἕως, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εἷος: παλ. Ἐπ. τύπος τοῦ ἕως, μέχρι· ἴδε ἕως ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἕως.

English (Autenrieth)

(1) as long as, until; foll. by the usual constructions with rel. words (see ἄν, κέν). A clause introduced by ἕως often denotes purpose, Od. 4.800, Od. 9.376.—(2) like τέως, for a while, usually with μέν, Od. 2.148, etc. —ἕως, to be read with ‘synizesis,’ except Od. 2.78.
ἕως.

Greek Monotonic

εἷος: αρχ. Επικ. τύπος του ἕως, μέχρι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εἷος: эп. = ἕως.