Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκότωσις: Difference between revisions

From LSJ
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκοτῶ</i> (III)]<br /><b>μτφ.</b> α) πνευματική ή ψυχική [[σύγχυση]], [[πλάνη]] («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)<br />β) [[θάμπωμα]] («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας [[σκότωσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του σκοτῶ (III), [[σκοτισμός]], [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σκοτοδίνη]]<br /><b>3.</b> [[τυφλότητα]]<br /><b>4.</b> [[έκλειψη]] («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκοτῶ</i> (III)]<br /><b>μτφ.</b> α) πνευματική ή ψυχική [[σύγχυση]], [[πλάνη]] («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)<br />β) [[θάμπωμα]] («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας [[σκότωσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του σκοτῶ (III), [[σκοτισμός]], [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σκοτοδίνη]]<br /><b>3.</b> [[τυφλότητα]]<br /><b>4.</b> [[έκλειψη]] («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σκότωσις:''' εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκότωσις Medium diacritics: σκότωσις Low diacritics: σκότωσις Capitals: ΣΚΟΤΩΣΙΣ
Transliteration A: skótōsis Transliteration B: skotōsis Transliteration C: skotosis Beta Code: sko/twsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d.    II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, Verfinsterung, Plut. det. or. 9; Schwindel, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκότωσις: ἡ, (σκοτόω) σκότισις, ἔκλειψις, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. σκοτοδινία, ἴλιγγος, vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. σκότωμα.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de couvrir de ténèbres.
Étymologie: σκοτόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)]
μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)
β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτῶ (III), σκοτισμός, επισκότιση
2. ιατρ. σκοτοδίνη
3. τυφλότητα
4. έκλειψη («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκότωσις: εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).