καδδραθέτην: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καδδρᾰθέτην:''' Επικ. αντί <i>κατεδραθέτην</i>, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του [[καταδαρθάνω]]. | |lsmtext='''καδδρᾰθέτην:''' Επικ. αντί <i>κατεδραθέτην</i>, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του [[καταδαρθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καδδρᾰθέτην:''' эп. 3 л. dual. aor. к [[καταδαρθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.
Greek (Liddell-Scott)
καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καδδρᾰθέτην: Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καδδρᾰθέτην: эп. 3 л. dual. aor. к καταδαρθάνω.