χιλιαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιαρχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αξίωμα]] του <i>χιλίαρχου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[αξίωμα]] των tribuni militares, στον ίδ.
|lsmtext='''χῑλιαρχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αξίωμα]] του <i>χιλίαρχου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[αξίωμα]] των tribuni militares, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιαρχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме; лат. [[tribunatus]] militum) должность военного трибуна Plut.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιαρχία Medium diacritics: χιλιαρχία Low diacritics: χιλιαρχία Capitals: ΧΙΛΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: chiliarchía Transliteration B: chiliarchia Transliteration C: chiliarchia Beta Code: xiliarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4.    2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira).    II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5.    2 = χιλιάς, LXXNu.31.48, 1 Ma.5.13.    3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.).    III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς 11).

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.

Greek Monotonic

χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιαρχία:1) хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;
2) (в Риме; лат. tribunatus militum) должность военного трибуна Plut.