Μολοσσός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μολοσσός:''' Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. [[Μολοσσία]] (ενν. <i>γῆ</i>), σε Πίνδ.
|lsmtext='''Μολοσσός:''' Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. [[Μολοσσία]] (ενν. <i>γῆ</i>), σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μολοσσός:''' атт. [[Μολοττός]] 3 молосский (γῆς [[πέδα]] Aesch.): Μ. [[πούς]] молосская (стихотворная) стопа (‒‒‒).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μολοσσός Medium diacritics: Μολοσσός Low diacritics: Μολοσσός Capitals: ΜΟΛΟΣΣΟΣ
Transliteration A: Molossós Transliteration B: Molossos Transliteration C: Molossos Beta Code: *molosso/s

English (LSJ)

Att. Μολοττός, όν, Molossian,

   A ὄργανον Simon.31; γάπεδα A.Pr.829, cf. Hdt.1.146, al.:—fem. Μολοσσίς, Att. Μολοττίς, ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (sc. γῆ) Molossia, Plu.2.297b: also Μολοσσία, ἡ, Pi.N.7.38; Μολοσσικός, Att. Μολοττικός, ή, όν, χεῖρες S.Fr.795; κύων M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th.416.    II μολοσσός, ὁ, in Metric, the foot, D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

Μολοσσός: Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, Πολυδ. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ ὡσαύτως Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· κύων Μ., εἶδος μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. ἠλώμην, Ἡφαιστ. 11. 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
du pays des Molosses ; οἱ Μολοσσοί les Molosses, peuple de la Molossie.

English (Slater)

Μολοσσός
   1 Molossian Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' ὄργανον Μολοσσόν (“instrumentum, conveniens Molossicae ἐμμελείᾳ,” Casaubon, cf. Athenaeus, 629D) *fr. 107. b2.*

Greek Monotonic

Μολοσσός: Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την περιοχή της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. Μολοσσία (ενν. γῆ), σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Μολοσσός: атт. Μολοττός 3 молосский (γῆς πέδα Aesch.): Μ. πούς молосская (стихотворная) стопа (‒‒‒).