τόμιον: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόμιον:''' τό ([[τομή]]), [[θύμα]] κατακομμένο για να προσφερθεί σε [[θυσία]]· <i>τὰτόμια</i>, τα μέρη του θύματος που χρησιμοποιούνται σε τέτοια [[τελετή]], σε Δημ.
|lsmtext='''τόμιον:''' τό ([[τομή]]), [[θύμα]] κατακομμένο για να προσφερθεί σε [[θυσία]]· <i>τὰτόμια</i>, τα μέρη του θύματος που χρησιμοποιούνται σε τέτοια [[τελετή]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τόμιον:''' τό преимущ. pl. (sc. [[ἱερά]]) разрезанное на части жертвенное животное (над которым произносилась клятва) Arph., Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόμιον Medium diacritics: τόμιον Low diacritics: τόμιον Capitals: ΤΟΜΙΟΝ
Transliteration A: tómion Transliteration B: tomion Transliteration C: tomion Beta Code: to/mion

English (LSJ)

τό,

   A victim cut up for sacrifice, over which oaths were taken, τόμιον ἐντέμνεσθαι to cut such a victim in pieces, Ar.Lys.192; τὰ τ. the parts of the victim used at this solemnity, ib.186, Antipho 5.88, Pl.Lg.753d, Arist.Ath.55.5; στὰς ἐπὶ τῶν τ. κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου D.23.68, cf. Aeschin.2.87, Paus.5.24.9, al.    2 small log or block of wood, IG 11(2).199 A 55, 219 A 14 (Delos, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

τόμιον: τό, (τομὴ) θῦμα κατατμηθὲν εἰς θυσίαν, ἐφ οὗ ἐγίνοντο ὅρκοι, τόμιον ἐντέμνεσθαι, κόπτειν τοιοῦτον θῦμα εἰς τεμάχια, Ἀριστοφ. Λυσ. 192· τὰ τόμια, τὰ μέρη τοῦ θύματος τὰ ἐν χρήσει κατὰ τοιαύτην τελετήν, αὐτόθι 186, Ἀντιφῶν, 139. 42, Πλάτ. Νόμ. 753D· στὰς ἐπὶ τῶν τομίων κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου, καὶ τοῦτων ἐσφαγμένων ὑφ’ ων δεῖ, καὶ ἐν αἷς ἡμέραις προσήκει Δημ. 642. 18, πρβλ. Αἰσχίν. 39. 36, Παυσ. 5. 24, 9, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 162, 177.

Greek Monolingual

τὸ, Α τομή / τόμος
1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.)
2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο
3. στον πληθ. τὰ τόμια
τα μέρη του σφαγίου που χρησιμοποιούνται κατά την τελετή θυσίας, τα κοψίδια («καί μοι δότω τὰ τόμιά τις», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τόμιον: τό (τομή), θύμα κατακομμένο για να προσφερθεί σε θυσία· τὰτόμια, τα μέρη του θύματος που χρησιμοποιούνται σε τέτοια τελετή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τόμιον: τό преимущ. pl. (sc. ἱερά) разрезанное на части жертвенное животное (над которым произносилась клятва) Arph., Plat., Dem.