τοξοδάμας: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοξοδάμᾱς:''' [δᾱ], -αντος, ὁ ([[δαμάω]]), = το επόμ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τοξοδάμᾱς:''' [δᾱ], -αντος, ὁ ([[δαμάω]]), = το επόμ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοξοδάμᾱς:''' αντος (δᾰ) ὁ усмиряющий (поражающий) стрелами, меткий стрелок Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[δᾰ], αντος, ὁ, = sq., A.Pers.26,30,926 (all anap.).
German (Pape)
[Seite 1128] αντος, ὁ, = Folgdm; τοξοδάμαντές τ' ἠδ' ἱπποβάται, Aesch. Pers. 26, vgl. 30. 890, Bogenschütze.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοδάμᾱς: [δᾰ], αντος, ὁ, ὁ τόξοις δάμνων, δαμάζων, τοξότης, τοξοδάμαντές τ’ ἠδ’ ἱπποβάται Αἰσχύλ. Πέρσ. 26, 30, 926.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
qui dompte l’ennemi avec ses flèches ou son arc ; οἱ τοξοδάμαντες les archers.
Étymologie: τόξον, δαμάω.
Greek Monolingual
-αντος, ὁ, Α
τοξόδαμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο-δάμας].
Greek Monotonic
τοξοδάμᾱς: [δᾱ], -αντος, ὁ (δαμάω), = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τοξοδάμᾱς: αντος (δᾰ) ὁ усмиряющий (поражающий) стрелами, меткий стрелок Aesch.