συνεκπνέω: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεκπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[εκπνέω]], [[πεθαίνω]], [[καταλήγω]] μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ. | |lsmtext='''συνεκπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>, [[εκπνέω]], [[πεθαίνω]], [[καταλήγω]] μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεκπνέω:''' (fut. συνεκπνεύσομαι) одновременно умирать (τινι Eur.): τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Luc. умереть со словами поздравления на устах. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A breathe one's last along with, τινι E.IT684, cf. PHerc. 1041.3; σ. τῷ χαίρειν Luc.Laps.3.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. πνέω), mit oder zugleich aushauchen, sterben, τινί, Eur. I. T. 684; Luc. amor. 47.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐκπνέω ὁμοῦ μετά τινος, χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι Εὐρ. Ι. Τ. 684· τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Λουκ. περὶ Πένθ. 3.
French (Bailly abrégé)
exhaler son souffle ou mourir avec.
Étymologie: σύν, ἐκπνέω.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω μαζί με κάποιον, συναποθνήσκω.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω μαζί με κάποιον, συναποθνήσκω.
Greek Monotonic
συνεκπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, εκπνέω, πεθαίνω, καταλήγω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπνέω: (fut. συνεκπνεύσομαι) одновременно умирать (τινι Eur.): τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Luc. умереть со словами поздравления на устах.