τεκτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκτοσύνη:''' ἡ, η [[τέχνη]] του ξυλουργού, ξυλουργική [[τέχνη]], <i>ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄτιμον [[χέρα]] τεκτοσύνας</i>, [[χέρι]] μη τιμημένο, μη ικανό στην [[τέχνη]] του, σε Ευρ.
|lsmtext='''τεκτοσύνη:''' ἡ, η [[τέχνη]] του ξυλουργού, ξυλουργική [[τέχνη]], <i>ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄτιμον [[χέρα]] τεκτοσύνας</i>, [[χέρι]] μη τιμημένο, μη ικανό στην [[τέχνη]] του, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκτοσύνη:''' (ῠ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> плотничное мастерство Hom., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκτοσύνη Medium diacritics: τεκτοσύνη Low diacritics: τεκτοσύνη Capitals: ΤΕΚΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tektosýnē Transliteration B: tektosynē Transliteration C: tektosyni Beta Code: tektosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr.1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων AP7.159 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).

Greek (Liddell-Scott)

τεκτοσύνη: ἡ, τέχνη τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gén. pl. épq. τεκτοσυνάων;
ouvrage de charpente ou d’architecture, art de construire.
Étymologie: τέκτων.

English (Autenrieth)

art of the joiner, carpentry, pl., Od. 5.250†.

Greek Monolingual

ἡ, Α τέκτων, -ονος]
1. η τέχνη του τέκτονα, του μαραγκού
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητατεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.).

Greek Monotonic

τεκτοσύνη: ἡ, η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τεκτοσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1) плотничное мастерство Hom., Eur.;
2) мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.