ψώμισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψώμισμα:''' -ατος, τό, = [[ψωμός]], [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''ψώμισμα:''' -ατος, τό, = [[ψωμός]], [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψώμισμα:''' ατος τό кусок пищи Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώμισμα Medium diacritics: ψώμισμα Low diacritics: ψώμισμα Capitals: ΨΩΜΙΣΜΑ
Transliteration A: psṓmisma Transliteration B: psōmisma Transliteration C: psomisma Beta Code: yw/misma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A morsel, Democrat. ap. Arist.Rh. 1407a7, Plu.Rom.2 (pl.), dub. l. in POxy.1088.39.

German (Pape)

[Seite 1406] τό, ein Bissen, ein Mundvoll; Arist. rhet. 3, 4; im plur. Plut. Rom. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ψώμισμα: τό, ὡς τὸ ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, βλωμός, «βουκιά», τροφή, Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ψωμισμός, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau, bouchée.
Étymologie: ψωμίζω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ ψωμίζω
μπουκιά ψωμιού και, γενικά, τροφής.

Greek Monotonic

ψώμισμα: -ατος, τό, = ψωμός, κομμάτι ψωμιού, μπουκιά, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ψώμισμα: ατος τό кусок пищи Arst., Plut.