ὀνάριον: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(29) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.). | |mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνάριον:''' τό [[ὄνος]] осленок NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄνος, Diph.89, Macho ap.Ath.13.582c, Arr.Epict.2.24.18,
A Vit.Aesop. Oxy.2083.19, POxy.63.11 (ii/iii A. D.) ; of a bronze figure, PGiss.47.17 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 345] τό, dim. von ὄνος, Eselein, Macho bei Ath. XIII, 582 c (v. 67).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C, κ. ἀλλ.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of ὄνος; a little ass: young ass.
English (Thayer)
ὀναριου, τό (diminutive of ὄνος; cf. (Winer's Grammar, 24and) γιναικαριον), a little ass: Machon quoted in Athen. 13, p. 582c.; (Epictetus diss. 2,24, 18).)
Greek Monolingual
ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀνάριον: τό ὄνος осленок NT.