λουτροδάϊκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λουτροδάϊκτος:''' умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν [[πολέμαρχος]] [[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.
Greek Monolingual
λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρό («λουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάικτος, πυργο-δάικτος].
Greek Monotonic
λουτροδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο λουτρό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λουτροδάϊκτος: умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).