ἀναπολίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπολίζω:''' = [[ἀναπολέω]], λέγεται για [[χωράφι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀναπολίζω:''' = [[ἀναπολέω]], λέγεται για [[χωράφι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπολίζω:''' перепахивать (ἄρουραν Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπολίζω Medium diacritics: ἀναπολίζω Low diacritics: αναπολίζω Capitals: ΑΝΑΠΟΛΙΖΩ
Transliteration A: anapolízō Transliteration B: anapolizō Transliteration C: anapolizo Beta Code: a)napoli/zw

English (LSJ)

   A = ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.

German (Pape)

[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.

English (Slater)

ἀναπολίζω
   1 cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.

Spanish (DGE)

binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.

Greek Monolingual

ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].

Greek Monotonic

ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).