δεσμῶτις: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιδος<br />[[prisionera]] ποίμνα S.<i>Ai</i>.234, Μελανίππη δ. tít. de una tragedia de Eurípides, Ath.613d<br /><b class="num">•</b>como pred. ἡ Xαρίκλεια δ. εἴχετο Hld.8.8.3, ἡ γραφὴ ... δεσμῶτιν τὴν ψυχὴν καθίστησι Alcid.1.17, cf. Ph.1.290, Epiph.Const.<i>Haer</i>.64.24.8, Soz.<i>HE</i> 4.24.7, λύσας τὴν ἀνθρωπότητα δεσμῶτιν οὖσαν τοῦ θανάτου Basil.M.30.113A. | |dgtxt=-ιδος<br />[[prisionera]] ποίμνα S.<i>Ai</i>.234, Μελανίππη δ. tít. de una tragedia de Eurípides, Ath.613d<br /><b class="num">•</b>como pred. ἡ Xαρίκλεια δ. εἴχετο Hld.8.8.3, ἡ γραφὴ ... δεσμῶτιν τὴν ψυχὴν καθίστησι Alcid.1.17, cf. Ph.1.290, Epiph.Const.<i>Haer</i>.64.24.8, Soz.<i>HE</i> 4.24.7, λύσας τὴν ἀνθρωπότητα δεσμῶτιν οὖσαν τοῦ θανάτου Basil.M.30.113A. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεσμῶτις:''' ιδος adj. f связанная, скованная, пленная Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 551] ιδος, fem. zum vorigen, ποίμνη Soph. Ai. 203; subst., Strab. 6, 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
adj. f.
prisonnière, captive.
Étymologie: fém. de δεσμώτης.
Spanish (DGE)
-ιδος
prisionera ποίμνα S.Ai.234, Μελανίππη δ. tít. de una tragedia de Eurípides, Ath.613d
•como pred. ἡ Xαρίκλεια δ. εἴχετο Hld.8.8.3, ἡ γραφὴ ... δεσμῶτιν τὴν ψυχὴν καθίστησι Alcid.1.17, cf. Ph.1.290, Epiph.Const.Haer.64.24.8, Soz.HE 4.24.7, λύσας τὴν ἀνθρωπότητα δεσμῶτιν οὖσαν τοῦ θανάτου Basil.M.30.113A.
Russian (Dvoretsky)
δεσμῶτις: ιδος adj. f связанная, скованная, пленная Soph., Eur.