δεσμῶτις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 551] ιδος, fem. zum vorigen, ποίμνη Soph. Ai. 203; subst., Strab. 6, 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
adj. f.
prisonnière, captive.
Étymologie: fém. de δεσμώτης.
Spanish (DGE)
-ιδος
prisionera ποίμνα S.Ai.234, Μελανίππη δ. tít. de una tragedia de Eurípides, Ath.613d
•como pred. ἡ Xαρίκλεια δ. εἴχετο Hld.8.8.3, ἡ γραφὴ ... δεσμῶτιν τὴν ψυχὴν καθίστησι Alcid.1.17, cf. Ph.1.290, Epiph.Const.Haer.64.24.8, Soz.HE 4.24.7, λύσας τὴν ἀνθρωπότητα δεσμῶτιν οὖσαν τοῦ θανάτου Basil.M.30.113A.
Russian (Dvoretsky)
δεσμῶτις: ιδος adj. f связанная, скованная, пленная Soph., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμῶτις -ιδος [~ δεσμώτης] als adj. f. vastgebonden, gevangen.