παλίμπαις: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(30)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]].
|mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπαις:''' παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπαις Medium diacritics: παλίμπαις Low diacritics: παλίμπαις Capitals: ΠΑΛΙΜΠΑΙΣ
Transliteration A: palímpais Transliteration B: palimpais Transliteration C: palimpais Beta Code: pali/mpais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,

   A again a child, Luc.Sat.9.

German (Pape)

[Seite 448] παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσθαι, Luc. Saturn. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, πάλιν παῖς, οὕτω γὰρ ἂν τὴν παροιμίαν ἐπαληθεύσαιμι, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 9.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui retombe en enfance.
Étymologie: πάλιν, παῖς.

Greek Monolingual

ο, η (Α παλίμπαις, -αιδος)
(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική άποψη, έγινε ξανά παιδί, που ξαναμωράθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + παῖς.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπαις: παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).