παλίμπαις: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
(30) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]]. | |mltxt=ο, η (Α [[παλίμπαις]], -αιδος)<br />(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική [[άποψη]], έγινε [[ξανά]] [[παιδί]], που ξαναμωράθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίμπαις:''' παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A again a child, Luc.Sat.9.
German (Pape)
[Seite 448] παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσθαι, Luc. Saturn. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, πάλιν παῖς, οὕτω γὰρ ἂν τὴν παροιμίαν ἐπαληθεύσαιμι, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 9.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui retombe en enfance.
Étymologie: πάλιν, παῖς.
Greek Monolingual
ο, η (Α παλίμπαις, -αιδος)
(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική άποψη, έγινε ξανά παιδί, που ξαναμωράθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + παῖς.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμπαις: παιδος adj. впавший в детство (γέροντες Luc.).