προτέγιον: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτέγιον:''' τό ([[τέγος]]), μπροστινό [[μέρος]] στέγης, [[γείσο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προτέγιον:''' τό ([[τέγος]]), μπροστινό [[μέρος]] στέγης, [[γείσο]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτέγιον:''' τό навес (τῆς θύρας Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,= sq., Poll.7.120.
German (Pape)
[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.
Greek (Liddell-Scott)
προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bord en saillie d’un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. προστέγιον.
Greek Monotonic
προτέγιον: τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προτέγιον: τό навес (τῆς θύρας Plut.).