ὄρτυξ: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρτυξ:''' -ῠγος, ὁ, [[ορτύκι]], Λατ. [[coturnix]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὄρτυξ:''' -ῠγος, ὁ, [[ορτύκι]], Λατ. [[coturnix]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρτυξ:''' ῠγος ὁ перепел Her., Arph., Xen., Plat. etc.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρτυξ Medium diacritics: ὄρτυξ Low diacritics: όρτυξ Capitals: ΟΡΤΥΞ
Transliteration A: órtyx Transliteration B: ortyx Transliteration C: ortyks Beta Code: o)/rtuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ (also ἡ, Lyc.401 : gen. ῠκος Philem.245),

   A quail, Coturnix vulgaris, Epich.45, Hdt.2.77, Pl.Ly.211e, Ar.Av.707,1298, etc.; for its migratory habits, v. Arist.HA597a23,b5.    II = στελεφοῦρος, Thphr.HP7.11.2. (γόρτυξ (i. e. ϝόρτυξ) · ὄρτυξ, Hsch.; cf. Skt. vártikā, vartakas.)

German (Pape)

[Seite 388] υγος, ὁ, die Wachtel; Her. 2, 77; Ar. Av. 707 Pax 768; Plat. Lys. 211 e; Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Ath. IX c. 47. – Auch ein Kraut, sonst στελεφοῦρος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρτυξ: -ῠγος, ὁ, (γεν. ῠκος Φιλήμων παρὰ Χοιροβοσκ. 1. 82, πρβλ. τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλλην. ὀρτύκιον)· - ὀρτύκιον, Λατ. coturnix, Ἐπίχ. 25, Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, κτλ.· - περὶ τῶν ἀποδημητικῶν τοῦ πτηνοῦ τούτου ἕξεων ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 6 καὶ 9· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, ὁ Μειδίας καλεῖται οὕτω διὰ τὴν ὀρτυγομανίαν του, (πρβλ. ὀρτυγοκόπος)· - θηλ. ἐν Λυκόφρ. 401. ΙΙ. βοτάνη τις, ἀλλαχοῦ στελεφοῦρος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2. (Πρβλ. Σανσκρ. vartik-â, ûrtik-â· ἡ παρ’ Ἡσυχ. γλῶσσα: γόρτυξ, ὄρτυξ, μαρτυρεῖ ὅτι ἐν ἀρχῇ ἡ Ἑλλην. λέξις εἶχε Ϝ.)

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ) :
caille.
Étymologie: DELG véd. vartika, vartaka « caille » ; suff. -υξ que l’on retrouve dans plusieurs noms d’oiseaux.

Spanish

codorniz

Greek Monotonic

ὄρτυξ: -ῠγος, ὁ, ορτύκι, Λατ. coturnix, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρτυξ: ῠγος ὁ перепел Her., Arph., Xen., Plat. etc.