κατεισάγω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[προδίδω]] κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ. | |lsmtext='''κατεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[προδίδω]] κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεισάγω:''' обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰγ],
A display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).
Greek (Liddell-Scott)
κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.
French (Bailly abrégé)
produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.
Greek Monolingual
κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.
Greek Monotonic
κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κατεισάγω: обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.).