ἀμυστί: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμυστί:''' [ῑ], επίρρ. ([[μύω]]), [[χωρίς]] [[κλείσιμο]] του στόματος, δηλ. [[μονορούφι]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀμυστί:''' [ῑ], επίρρ. ([[μύω]]), [[χωρίς]] [[κλείσιμο]] του στόματος, δηλ. [[μονορούφι]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμυστί:''' [[μύω]] adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], Adv., (μύω)
A without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: ἀ, μύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀ. πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.
Greek Monolingual
ἀμυστὶ επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.
Greek Monotonic
ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).