ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ [[ἔστι]] χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσπᾰνίζομαι Medium diacritics: ὑποσπανίζομαι Low diacritics: υποσπανίζομαι Capitals: ΥΠΟΣΠΑΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypospanízomai Transliteration B: hypospanizomai Transliteration C: ypospanizomai Beta Code: u(pospani/zomai

English (LSJ)

Pass., used by Trag. only in pf. part.,

   A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577.    2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία 11.4) S.Aj.740.    II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.

French (Bailly abrégé)

commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.

Greek Monotonic

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσπᾰνίζομαι: ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ ἔστι χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?