μεταξύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταξύτης]], -ητος, ἡ (Α) [[μεταξύ]]<br /><b>1.</b> [[μέση]] [[θέση]], το [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[μεσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[διάστημα]]<br /><b>4.</b> [[διάλειμμα]]. | |mltxt=[[μεταξύτης]], -ητος, ἡ (Α) [[μεταξύ]]<br /><b>1.</b> [[μέση]] [[θέση]], το [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[μεσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[διάστημα]]<br /><b>4.</b> [[διάλειμμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταξύτης:''' ητος (ῠ) ἡ промежуток Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ,
A middle position, A.D.Conj.221.5. 2 mean, = μεσότης, Theol.Ar.50 (pl.). II in Music, interval, διάστημά ἐστι δυοῖν φθόγγων μ. Nicom.Harm.12, cf. 6 (pl.), S.E.M.5.78 (pl.). 2 generally, interval, Cat.Cod.Astr.5(1).192.
German (Pape)
[Seite 151] ητος, ἡ, das Dazwischensein, der Zwischenraum; Nicom. harm. 11; S. Emp. adv. astrol. 78.
Greek (Liddell-Scott)
μεταξύτης: [ῠ], ητος, ἡ, διάστημα μεταξύ, διάλειμμα, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78.
Greek Monolingual
μεταξύτης, -ητος, ἡ (Α) μεταξύ
1. μέση θέση, το μέσο
2. μεσότητα
3. μουσ. διάστημα
4. διάλειμμα.
Russian (Dvoretsky)
μεταξύτης: ητος (ῠ) ἡ промежуток Sext.