ἡμιεργής: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(4)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, [[ημιτελής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἡμιεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, [[ημιτελής]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.

Greek Monolingual

ἡμιεργής, -ὲς (Α)
ημιέργαστος, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολο-εργής, ευ-εργής].

Greek Monotonic

ἡμιεργής: -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιεργής: Luc. = ἡμίεργος.