ἡμιεργής: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(4) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, [[ημιτελής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἡμιεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, [[ημιτελής]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.
Greek Monolingual
ἡμιεργής, -ὲς (Α)
ημιέργαστος, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολο-εργής, ευ-εργής].
Greek Monotonic
ἡμιεργής: -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιεργής: Luc. = ἡμίεργος.