ἀποθρύπτω: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A crush, crumble to pieces, J.BJ3.7.23: metaph., break in spirit, enervate, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl. R.495e.
German (Pape)
[Seite 303] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθρύπτω: μέλλ. -ψω, συντρίβω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., συντρίβω τὸ πνεῦμα, ἐκνευρίζω, ἐκθηλύνω, τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.
French (Bailly abrégé)
amollir.
Étymologie: ἀπό, θρύπτω.
Spanish (DGE)
deshacer, desmoronar γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.BI 3.243
•fig. desmoralizar τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.R.495C.
Greek Monotonic
ἀποθρύπτω: μέλ. -ψω, συντρίβω σε κομμάτια, θρυμματίζω· μεταφ. στην Παθ., ἀποτεθρυμμένος, αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθρύπτω: надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).