σαρκασμός: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(36) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον. | |mltxt=ο, ΝΑ [[σαρκάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρκάζω]], [[δηκτικός]] [[εμπαιγμός]], [[ειρωνικός]] [[λόγος]] με τον οποίο χλευάζει [[κανείς]] κάποιον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαρκασμός:''' ὁ [[σαρκάζω]] рит. язвительная насмешка. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
σαρκασμός: ὁ σαρκάζω рит. язвительная насмешка.