μελίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίρρῠτος:''' струящий мед, текущий медом ([[κρῆναι]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A κρῆναι Pl. Ion 534b.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).