ῥαβδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(35)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ῥάβδος]]<br /><b>(αποθ.)</b> (για [[ψάρι]]) [[συλλαμβάνω]] μικρά ψάρια με τα ραβδία, [[δηλαδή]] με τους μικρούς πλοκάμους του στόματός μου.
|mltxt=Α [[ῥάβδος]]<br /><b>(αποθ.)</b> (για [[ψάρι]]) [[συλλαμβάνω]] μικρά ψάρια με τα ραβδία, [[δηλαδή]] με τους μικρούς πλοκάμους του στόματός μου.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδεύομαι:''' ловить удочкой, удить Arst.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδεύομαι Medium diacritics: ῥαβδεύομαι Low diacritics: ραβδεύομαι Capitals: ΡΑΒΔΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: rhabdeúomai Transliteration B: rhabdeuomai Transliteration C: ravdeyomai Beta Code: r(abdeu/omai

English (LSJ)

   A angle as with a rod, v. ῥαβδίον 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδεύομαι: ἀποθ., ἐπὶ ἰχθύος, συλλαμβάνω μικροὺς ἰχθῦς διὰ τῶν ῥαβδίων, ἤτοι τῶν πλοκάμων τοῦ στόματός μου, ἴδε ῥαβδίον 2.

Greek Monolingual

Α ῥάβδος
(αποθ.) (για ψάρι) συλλαμβάνω μικρά ψάρια με τα ραβδία, δηλαδή με τους μικρούς πλοκάμους του στόματός μου.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδεύομαι: ловить удочкой, удить Arst.