καταλιθάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλῐθάζω:''' = [[καταλιθόω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καταλῐθάζω:''' = [[καταλιθόω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''καταλῐθάζω:''' побивать камнями (τινά NT).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλῐθάζω Medium diacritics: καταλιθάζω Low diacritics: καταλιθάζω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΘΑΖΩ
Transliteration A: katalitházō Transliteration B: katalithazō Transliteration C: katalithazo Beta Code: kataliqa/zw

English (LSJ)

   A = καταλιθόω, Ev.Luc.20.6.

German (Pape)

[Seite 1360] steinigen, N. T., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

καταλῐθάζω: καταλιθόω, καταλιθοβολῶ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 6, Ἐκκλ.

English (Strong)

from κατά and λιθάζω; to stone down, i.e. to death: stone.

English (Thayer)

future καταλιθάσω; (see κατά, III:3 (cf. Winer s Grammar, 102 (97))); to overwhelm with stones, to stone: Luke 20:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταλιθάζω (Α)
καταλιθοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιθάζω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

καταλῐθάζω: = καταλιθόω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταλῐθάζω: побивать камнями (τινά NT).