εὔκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκραιρος:''' Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον ([[κραῖρα]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''εὔκραιρος:''' Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον ([[κραῖρα]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκραιρος:''' эп. [[ἐΰκραιρος]] 2 [[κραῖρα]] ἡ = [[κέρας]] украшенный красивыми рогами ([[βοῦς]] HH, Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκραιρος Medium diacritics: εὔκραιρος Low diacritics: εύκραιρος Capitals: ΕΥΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: eúkrairos Transliteration B: eukrairos Transliteration C: eykrairos Beta Code: eu)/krairos

English (LSJ)

Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα)

   A with fine horns, esp. of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300.    2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.

German (Pape)

[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.

Greek Monolingual

εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολοεὔκραιρος ναῡς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.

Greek Monotonic

εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὔκραιρος: эп. ἐΰκραιρος 2 κραῖρα ἡ = κέρας украшенный красивыми рогами (βοῦς HH, Aesch.).