ὑψιπέτηλος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψῐπέτηλος:''' -ον, Επικ. αντί <i>ὑψιπέτᾰλος</i>, αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὑψῐπέτηλος:''' -ον, Επικ. αντί <i>ὑψιπέτᾰλος</i>, αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψιπέτηλος:''' высоколиственный ([[δένδρεον]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. and Ep. for ὑψιπέτᾰλος, used
A like ὑψίκομος, of trees, Il.13.437, Od.4.458, 11.588.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπέτηλος: -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑψῐ-πέταλος, ἐν χρήσει ὡς τὸ ὑψίκομος, ἐπὶ δένδρων, Ἰλ. Ν. 437, Ὀδ. Δ. 458, Λ. 588.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux hautes feuilles.
Étymologie: ὕψι, πέταλον.
English (Autenrieth)
(πέταλον): with lofty leaves or foliage.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος.
Greek Monotonic
ὑψῐπέτηλος: -ον, Επικ. αντί ὑψιπέτᾰλος, αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπέτηλος: высоколиственный (δένδρεον Hom.).