οἰνοβρεχής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνοβρεχής:''' -ές ([[βρέχω]]), ποτισμένος από [[κρασί]], [[πιωμένος]], μεθυσμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''οἰνοβρεχής:''' -ές ([[βρέχω]]), ποτισμένος από [[κρασί]], [[πιωμένος]], μεθυσμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνοβρεχής:''' напоенный вином, т. е. пьяный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A wine-soaked, drunken, AP7.428.18.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.
Greek Monolingual
οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)
1. μεθυσμένος
2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια-βρεχής].
Greek Monotonic
οἰνοβρεχής: -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοβρεχής: напоенный вином, т. е. пьяный Anth.