πολυτροπία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτροπία:''' ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτροπία Medium diacritics: πολυτροπία Low diacritics: πολυτροπία Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: polytropía Transliteration B: polytropia Transliteration C: polytropia Beta Code: polutropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A versatility, craft, Hdt.2.121.έ.    II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

πολυτροπία: Ιων. -ίη, ἡ, ευστροφία, πανουργία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτροπία: ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.