προεξεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεξεπίστᾰμαι:''' συνηρ. προὐξ-, αποθ., [[γνωρίζω]] [[καλά]] από [[πριν]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προεξεπίστᾰμαι:''' συνηρ. προὐξ-, αποθ., [[γνωρίζω]] [[καλά]] από [[πριν]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεξεπίστᾰμαι:''' стяж. [[προὐξεπίσταμαι]] (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξεπίστᾰμαι Medium diacritics: προεξεπίσταμαι Low diacritics: προεξεπίσταμαι Capitals: ΠΡΟΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: proexepístamai Transliteration B: proexepistamai Transliteration C: proeksepistamai Beta Code: proecepi/stamai

English (LSJ)

contr. προὐξ-,

   A know well before, πάντα A.Pr.101; τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς ib.699.

German (Pape)

[Seite 720] zsgzgn προὐξεπίσταμαι, genau vorher od. voraus wissen; πάντα, Aesch. Prom. 101; τορῶς, 701.

Greek (Liddell-Scott)

προεξεπίστᾰμαι: συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., ἐξεπίσταμαι, γινώσκω καλῶς πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν ἄλλος πρ. τορῶς αὐτόθι 699.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐξεπίσταμαι;
seul. prés.
savoir d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἐξεπίσταμαι.

Greek Monolingual

και προὐξεπίσταμαι Α
γνωρίζω καλά κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»].

Greek Monotonic

προεξεπίστᾰμαι: συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προεξεπίστᾰμαι: стяж. προὐξεπίσταμαι (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).