ἀρίθμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρίθμημα:''' -ατος, τό, [[υπολογισμός]], [[αριθμός]], [[αρίθμηση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀρίθμημα:''' -ατος, τό, [[υπολογισμός]], [[αριθμός]], [[αρίθμηση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρίθμημα:''' ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίθμημα Medium diacritics: ἀρίθμημα Low diacritics: αρίθμημα Capitals: ΑΡΙΘΜΗΜΑ
Transliteration A: aríthmēma Transliteration B: arithmēma Transliteration C: arithmima Beta Code: a)ri/qmhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.

German (Pape)

[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.

Greek Monolingual

το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.

Greek Monotonic

ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίθμημα: ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).