σιφλόω: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σιφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]], [[οδηγώ]] στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, [[εξασθενίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''σιφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]], [[οδηγώ]] στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, [[εξασθενίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σιφλόω:''' увечить, поражать бессилием (τινα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A maim, cripple, Il.14.142.
German (Pape)
[Seite 887] verstümmeln, verletzen, übh. ins Unglück bringen, in Schmach, Schande stürzen, Il. 14, 142, κακοῦν, βλάπτειν, ἀφανίζειν übersetzt.
Greek (Liddell-Scott)
σιφλόω: ἀκρωτηριάζω, κολοβώνω, «σακατεύω», ἐμβάλλω τινὰ εἰς δυστυχίαν, Ἰλ. Ξ. 142, καὶ αὐτόθι ἴδε τὸν Heyn.˙ πρβλ. σιφλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιφλοῦν˙ αἰσχύνειν, πηροῦν, βλάπτειν», καὶ «σιφλῶσαι˙ ἀφανίσαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
estropier, mutiler.
Étymologie: σιφλός.
English (Autenrieth)
aor. opt. σιφλώσειεν: deform, ruin, Il. 14.142†.
Greek Monotonic
σιφλόω: μέλ. -ώσω, σακατεύω, ακρωτηριάζω, οδηγώ στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, εξασθενίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
σιφλόω: увечить, поражать бессилием (τινα Hom.).