πολυσπαθής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυσπᾰθής:''' -ές ([[σπάθη]]), [[πυκνά]] υφασμένος, με πυκνή [[πλέξη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυσπᾰθής:''' -ές ([[σπάθη]]), [[πυκνά]] υφασμένος, με πυκνή [[πλέξη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσπᾰθής:''' плотно сотканный ([[πέπλα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη)

   A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).

Greek Monotonic

πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).