δηλητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δηλέομαι]]), [[εξολοθρευτής]], [[καταστροφέας]], σε Επικ., Όμηρ. | |lsmtext='''δηλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δηλέομαι]]), [[εξολοθρευτής]], [[καταστροφέας]], σε Επικ., Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δηλητήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, губитель Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A a destroyer, Hom.Epigr.14.8.
German (Pape)
[Seite 560] ῆρος, ὁ, Verderber, Unheilstifter, H. ep. 15, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δηλητήρ: ῆρος, ὁ, καταστροφεύς, Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 8.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: δηλέομαι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
destructor c. gen. καμίνων Hes.Fr.302.8, καρπῶν AP 9.373, cf. Euph.SHell.4229.11 (ap. crít.), ἀλεξίκακον κατὰ τῶν ἐν βίῳ δηλητήρων Eust.Op.41.25.
Greek Monolingual
δηλητήρ, ο (AM) δηλέομαι (Ι)]
ο καταστροφέας, αυτός που προξενεί φθορά.
Greek Monotonic
δηλητήρ: -ῆρος, ὁ (δηλέομαι), εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Επικ., Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
δηλητήρ: ῆρος ὁ разрушитель, губитель Hom.