πολύδονος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύδονος:''' -ον ([[δονέω]]), [[πολύ]] δονούμενος, [[πολυκλόνητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύδονος:''' -ον ([[δονέω]]), [[πολύ]] δονούμενος, [[πολυκλόνητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύδονος:''' полный блужданий, т. е. неспокойный, бурный ([[πλάνη]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδονος Medium diacritics: πολύδονος Low diacritics: πολύδονος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΝΟΣ
Transliteration A: polýdonos Transliteration B: polydonos Transliteration C: polydonos Beta Code: polu/donos

English (LSJ)

ον,

   A much-driven, πλάνη A.Pr.788.

German (Pape)

[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, δονέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυδόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό-δονος].

Greek Monotonic

πολύδονος: -ον (δονέω), πολύ δονούμενος, πολυκλόνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδονος: полный блужданий, т. е. неспокойный, бурный (πλάνη Aesch.).